αποστόμωση

αποστόμωση
αποστόμωση, η και αποστόμωμα, το, -ατος
το να αναγκαστεί κάποιος να σιωπήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποστόμωση — η (Α ἀποστόμωσις) νεοελλ. το να κλείνει κανείς το στόμα κάποιου, να τον κάνει να μη μπορεί να μιλήσει αρχ. η διάνοιξη των πόρων του σώματος …   Dictionary of Greek

  • αποστομωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αποστόμωση, που εξαναγκάζει σε σιγή («αποστομωτική απάντηση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστομώνω, στομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εμφορβισμός — ἐμφορβισμός, ο (Α) 1. φίμωση, αποστόμωση 2. η επιβολή φόρου στη φορβή, στη βοσκή …   Dictionary of Greek

  • επιστόμισις — ἐπιστόμισις, ή (Μ) [επιστομίζω] η αποστόμωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”